Τρίτη, 01 Απριλίου 2008 11:27 |
![]() ![]() ![]() ![]() ![]() Χαρίτωνας Χιντήρογλου - Παγκοσμιοποίηση και ακαδημαική κοινότηταΧαρίτωνας Χιντήρογλου Καθηγητής Τμήμα Βιολογίας ΑΠΘ \n Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.![]() Ο Χαρίτων Σ. Χιντήρογλου, γεννήθηκε το 1955. Σπούδασε (προπτυχιακό και διδακτορικό) στο Τμ. Βιολογίας του ΑΠΘ και μετεκπαιδεύτηκε σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη. Διατηρεί τις συνεργασίες του με επιστήμονες του εξωτερικού. Σήμερα είναι καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (Τομέας Ζωολογίας) με κύρια ερευνητική δραστηριότητα τη Θαλάσσια Βιολογία – Οικολογία – Ζωογεωγραφία, την Οικολογία της Συμπεριφοράς των Ζώων (Ηθολογία) και τη Βιοποικιλότητα. Έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 65 επιστημονικά άρθρα σε διεθνούς κύρους περιοδικά και πάνω από 150 ανακοινώσεις σε διεθνή και εθνικά συνέδρια και έχει εκδώσει πέντε βιβλία, ενώ αρθρογραφεί στον ημερήσιο τύπο. Με εξαίρεση κάποια ιδρύματα σε ορισμένες χώρες του δυτικού κόσμου, όπου η ακαδημαϊκότητα διατηρεί τους ιερούς της σκοπούς (ασκώντας έντονη κριτική σε κυβερνήσεις, θρησκευτικά δόγματα και ισχυρότατα οικονομικά συμφέροντα), σχεδόν όλα τα άλλα βρίσκονται εγκλωβισμένα σε τρεις υπαρκτές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Η πρώτη αφορά στην υποχρηματοδότηση ή αν επιθυμείτε την κατευθυνόμενη χρηματοδότηση και εμπορευματοποίηση, ηθελημένη και μη, άμεση και έμμεση. Η δεύτερη στην αποθάρρυνση των νέων γενεών για κάτι περισσότερο δημιουργικό και η τρίτη στις τάσεις αποδυνάμωσης των ιδεωδών της επιστήμης. Αναφορικά με την πρώτη, φαίνεται πως οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι αδιαφορούν για την εξεύρεση λύσεων στα προβλήματα της υποχρηματοδότησης. Δεν χρησιμοποιούν, λόγου χάριν, προσαρμοστικούς μηχανισμούς αναμορφώνοντας και βελτιστοποιώντας την αξιοποίηση της υπάρχουσας χρηματοδότησης, όποια και αν είναι αυτή, αλλά, αντιθέτως, επιμένουν δογματικά σε στάσεις ήσσονος προσπάθειας, μεταβιβάζοντας τις ευθύνες στον απρόσωπο κρατικό μηχανισμό. Παράλληλα, οι ευγενείς επιστημονικοί κλάδοι (ιατρική, πολυτεχνεία, νομική), που διαθέτουν κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα, εμμένουν πεισματικά και αδιάλλακτα στις θέσεις μάχης των συντεχνιών, προασπίζοντας επαγγελματικά δικαιώματα, των οποίων οι βασικές προϋποθέσεις θεμελίωσης έχουν –θέλοντας και μη– εξελιχθεί ή μεταβληθεί τουλάχιστον στη διάρκεια των τελευταίων είκοσι χρόνων. Η στάση αυτή των ακαδημαϊκών κύκλων που στηρίζουν τέτοιου είδους συντεχνίες επιβεβαιώνουν περίτρανα την άποψη αρκετών φιλοσόφων για την έννοια του κράτους. Στη βάση της δεύτερης συνθήκης, οι νέοι επιστήμονες, προσβλέποντας στην ένταξή τους εντός των παραγωγικών ιστών της κοινωνίας, αναζητούν ισχυρούς επαγγελματικούς χώρους, ιδιαίτερα προσοδοφόρους, όπου η απασχόληση εμφανίζει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Έτσι, επιλέγουν γνωστικά αντικείμενα πέρα των φυσικών τους δεξιοτήτων και ενδιαφέροντος καταπνίγοντας τον οραματισμό και τη δημιουργικότητα της επιστήμης. Τα προγράμματα σπουδών, από την άλλη μεριά, των περισσοτέρων ιδρυμάτων, εξυπηρετούν περισσότερο τις ανάγκες του υπάρχοντος επιστημονικού προσωπικού (όσο γερασμένο και αν είναι αυτό), παρά τις ανάγκες της πραγματικής γνώσης και της ερμηνείας των φαινομένων, που, ούτως ή άλλως, εξελίσσονται. Οι μέθοδοι διδασκαλίας παραμένουν σταθερά στατικοί. Για παράδειγμα, δεν συνυπολογίζεται ο απαραίτητος χρόνος αφομοίωσης της γνώσης, ενώ η απαιδευσία στο λόγο - δείκτη πληροφορία / γνώση (inf/Kn), καθίσταται «πραγματικό ζητούμενο» ζητούμενο για τους γητευτές της γνώσης. Τα ερωτήματα που χρήζουν απαραιτήτως απάντησης είναι πότε μια πληροφορία καθίσταται ως γνώση, πότε μια γνώση αποτιμάται ως πληροφορία και πως ο δείκτης αυτός συγκροτεί τη δυνατότητα ερμηνείας ενός φαινομένου. Ανάμεσα, όμως, στο πανδαιμόνιο της υπερπληροφόρησης της εποχής μας, όπου το διαδίκτυο και οι μηχανές αναζήτησης πληροφοριών είναι μέρος της καθημερινότητας μας, πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα δεν εναρμονίζονται με το παραγωγικό ηλικιακό χρονικό ορίζοντα των ανθρώπων. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως Βαβυλωνία της πληροφορίας, καθώς σε πολλές περιπτώσεις δεν υποβάλλεται στην αναγκαία αξιολόγηση και σε πολλές περιπτώσεις βρίσκεται τελείως ανοργάνωτη (βλ. προηγούμενη αναφορά για τα συνέδρια). Στις βαβυλωνικές αυτές συνθήκες, η διαταραχή του συγκεκριμένου λόγου (inf/Kn) έχει πολλαπλασιαστική θετική ανάδραση εξαιτίας της ανάλωσης των ενεργών και δραστήριων κλάσεων ηλικίας του ανθρώπου. Ενώ, δηλαδή, το προσδόκιμο όριο ηλικίας των ανθρώπων έχει αυξηθεί σημαντικά στον δυτικό κόσμο, εντούτοις αυτό δεν φαίνεται να ακολουθεί την πνευματική παραγωγικότητα και δημιουργικότητα των ενεργών κλάσεων ηλικίας. Πρόκειται για ένα εντροπικό σύστημα που δεν μπορεί να παραβιαστεί. Βασική αιτία του φαινομένου αυτού αποτελεί η παρατεταμένη διάρκεια των σπουδών, πολλές φορές χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Έτσι, στην πράξη, η αύξηση του προσδόκιμου ορίου ηλικίας ισοσκελίζεται με την αύξηση της πρώιμης πνευματικής γήρανσης, ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε ψυχολογικές διαταραχές (βλ. ΚΕΘΕΑ, οι ψυχολογικές διαταραχές εμφανίζονται μετά τα 40 ειδικά στις γυναίκες, ενώ στους άνδρες το αλκοόλ παίρνει τη πρώτη θέση, Ελευθεροτυπία 17-9-2005, κ.ά.). Η τρίτη συνθήκη –που ίσως να καθίσταται και ως πιο προβληματική– και βασική πηγή του όλου προβληματισμού, αφορά, από την μια μεριά, στον εξ ανάγκης κατακερματισμό της επιστήμης και, από την άλλη, την εσωστρέφεια των επιστημόνων. Μια εσωστρέφεια προερχόμενη από την απαιδευσία των σύγχρονων επιστημόνων. Ενώ είναι γνωστό πως η υπόσταση μιας επιστήμης στηρίζεται από το περιεχόμενο των νόμων και των φαινομένων που ερευνά, εντούτοις πολλοί επιστήμονες αναπτύσσουν συμπεριφορές εσωστρέφειας όταν οι επιστημονικοί κλάδοι που θεραπεύουν, αντιμετωπίζουν την επιστήμη τους κάτω από μια διαφορετική οπτική γωνία. Η απουσία βασικών γνώσεων επιστημολογίας από τα εκπαιδευτικά προγράμματα δημιουργεί παθογενείς συνθήκες εντός της ακαδημαϊκής κοινότητα. Η επιστήμη είναι μία, όπως επίσης ένας είναι και ο στόχος της τεχνικής. Άλλο όμως, είναι να έχει μια επιστήμη το περιεχόμενό της και άλλο είναι οι επιστήμονες που τη θεραπεύουν να τη διακονεύουν με διαφορετικούς τρόπους και στόχους, οι οποίοι με τη σειρά τους δικαιούνται μια ταυτότητα. Σε έναν τέτοιο, λοιπόν, κόσμο αναδύονται βάσιμα ερωτήματα για το τι μέλλει γενέσθαι με την ακαδημαϊκότητα παγκοσμίως· για το αν αυτή επιτελεί επαρκώς τον ρόλο που της ανήκει, ως θεσμός στην παγκόσμια κοινωνία. Η ακαδημαϊκή κοινότητα σήμερα περνά κρίση, έχει χάσει τον βασικό της προσανατολισμό, εκείνον δηλαδή που χάραξαν ο Αναξίμανδρος και ο Γαλιλαίος. Η ακαδημαϊκή κοινότητα πρέπει να αναζωπυρώσει τη φλόγα της γνώσης και όχι απλά της πληροφορίας. Και πρώτα απ’ όλα πρέπει να διαδοθεί το τι είναι η επιστήμη, κάτω από ποιες προϋποθέσεις λειτουργεί, ποια είναι η δεοντολογία της και ποια είναι η θέση της στην κοινωνία. Η ακαδημαϊκή κοινότητα οφείλει να βρει ένα status quo στο σύνολό της, πρέπει να διαμορφώσει στοχοποιημένες προσπάθειες μιας ενοποιημένης επιστημονικής αντίληψης. Θα μου πείτε αυτό είναι αυτονόητο. Μα αυτό είναι το πρόβλημα. Ότι τίποτε, τελικά, δεν είναι αυτονόητο. Οι ανθρωπιστικές, οι θετικές, οι τεχνικές και τεχνολογικές επιστήμες οφείλουν να συνεργάζονται για να αναδείξουν ή να ανανεώσουν τα συμβόλαια της ακαδημαϊκότητας με την κοινωνία. |